Time Pussy

Ένα ωραίο κείμενο, ενός μεγάλου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας, του Isaac Asimov, που γράφτηκε πριν σχεδόν εξήντα χρόνια, αλλά παραμένει άξιο προσοχής ακόμα και σήμερα, ίσως επειδή αναφέρεται σε μια αιώνια μάχη..:


Time Pussy

Αυτή την ιστορία μου την είπε ο γέρο Μακ εδώ και πάρα πολύ καιρό, τότε που ζούσε σε μια καλύβα πέρα από το λόφο που αντίκριζα από το παλιό μου σπίτι. Ήταν αναζητητής μεταλλευμάτων στους Αστεροειδείς, στη διάρκεια της Εξόρμησης του '37 και περνούσε τον καιρό του ταΐζοντας τις εφτά γάτες του.

-«Τι σας κάνει ν' αγαπάτε τόσο πολύ τις γάτες, κ. Μακ;» τον ρώτησα.
Ο γέρο μεταλλωρύχος με κοίταξε κι έξυσε το πηγούνι.
-«Να», μου αποκρίθηκε, «μου θυμίζουν τα ζωάκια μου στη Παλλάδα. Ήταν κάτι σαν γάτες. Είχαν κάπως ίδιο κεφάλι. Τα πιο έξυπνα ζωάκια που είδες ποτέ. Νεκρά όλα!»
Λυπήθηκα και του το είπα. Ο Μακ αναστέναξε βαθιά.
-«Τα πιο έξυπνα ζωάκια», ξανάπε. «Ήταν τετραδιάστατα γατάκια».
-«Τετραδιάστατα, κ. Μακ; Αλλά η τέταρτη διάσταση είναι ο χρόνος». Το είχα μάθει αυτό την προηγούμενη χρονιά στη τρίτη τάξη.
-«Ώστε πηγαίνεις στο σχολείο, ε;» Έβγαλε τη πίπα του και τη γέμισε αργά. «Βέβαια, η τέταρτη διάσταση είναι ο χρόνος. Αυτές οι γατούλες ήταν κάπου ένα πόδι μακριές, είχαν ύψος έξι ίντσες, πλάτος τέσσερις ίντσες κι απλώνονταν κάπου στα μέσα της επόμενης εβδομάδας. Αυτό δεν είναι τετραδιάστατο; Φαντάσου, αν τους χάιδευες το κεφάλι, μπορεί και να μη κούναγαν την ουρά τους παρά την επόμενη μέρα. Μερικές από τις μεγάλες τη κούναγαν τη μεθεπόμενη. Γεγονός!»
Τον κοίταξα δύσπιστα, αλλά δεν έβγαλα λέξη. Ο Μακ συνέχισε:
«Υπήρχαν και τα καλύτερα μαντρόσκυλα σε όλη την πλάση. Έπρεπε. 'Ακου να δεις, όταν μυρίζονταν κανένα κλέφτη ή κανένα ύποπτο, ούρλιαζαν σαν νεράιδες του θανάτου. Κι όταν ένα σκυλί έβλεπε ένα κλέφτη σήμερα, θα γαύγιζε χθες, γι' αυτό είχαμε φύλακα εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο».
Το στόμα μου κρεμάστηκε.
-«Αλήθεια; »
-«Να μη σώσω! Θες να μάθεις πως τα ταϊζαμε; Τα περιμέναμε να πάνε για ύπνο, κατάλαβες, και τότε ξέραμε ότι ήταν απασχολημένα να χωνεύουν το φαγητό τους. Αυτές οι μικρές χρονογατούλες χώνευαν πάντα το φαγητό τους ακριβώς τρεις ώρες πριν το φάνε, επειδή το στομάχι τους απλωνόταν τόσο προς τα πίσω μέσα στο χρόνο. Έτσι όταν πήγαιναν να κοιμηθούν, κοιτάζαμε κι εμείς την ώρα, ετοιμάζαμε το φαγητό τους και τους το δίναμε ακριβώς τρεις ώρες αργότερα».
Είχε ανάψει την πίπα του κι άφηνε τούφες καπνού. Κούνησε αργά το κεφάλι του, γεμάτος θλίψη.
«Κι όμως, μια φορά έκανα λάθος. Καημένε κούτσικε χρονογατούλη. Τονε λέγανε Τζόε και μπορώ να σου πω ότι ήταν ο αγαπημένος μου. Ένα πρωί έπεσε να κοιμηθεί στις εννιά και δε ξέρω πώς μου καρφώθηκε η ιδέα πως ήταν οκτώ. Φυσικά, του 'φερα το φαγητό του στις έντεκα. Έψαξα ολούθε να τονε βρω, αλλά δε μπόρεσα».
-«Τι είχε γίνει, κ. Μακ;»
-«Να, δε μπορείς να έχεις απαίτηση από το στομάχι μιας χρονό-γατας να τα φέρει βόλτα με το πρόγευμά της μόνο δυο ώρες από τη χώνεψή του. Είναι πάρα πολύ για να περιμένει κανείς να γίνει. Τελικά τονε βρήκα κάτω από την εργαλειοθήκη στο εξωτερικό υπόστεγο. Είχε σουρθεί μέχρι εκεί και πέθανε από δυσπεψία μια ώρα πριν. Κακόμοιρο ζωάκι! Μετά απ' αυτό, έβαζα πάντα το ξυπνητήρι κι έτσι δε ξανάκανα τέτοιο λάθος».
Έπεσε μια σύντομη, θλιβερή σιωπή και σε λίγο ξανάπιασα τη κουβέντα με ψίθυρο γεμάτο σεβασμό:
-«Είπατε πριν ότι πέθαναν όλα. Μ' αυτό τον τρόπο σκοτώθηκαν;»
Ο Μακ κούνησε σοβαρά το κεφάλι.
-«Όχι! Αρπάζανε συχνά κρύωμα από μας και πέθαιναν έτσι δα, πότε μια βδομάδα, πότε δέκα μέρες πριν το αρπάξουν. Για να καταλάβεις, δεν ήταν και πάρα πολλές κι ένα χρόνο μετά που οι μεταλλωρύχοι έφτασαν στη Παλλάδα δεν είχαν απομείνει παρά καμιά δεκαριά κι αυτές οι δέκα κάπως αδύνατες κι αρρωστιάρες. Ο μπελάς ήταν, φιλαράκο μου, που όταν πέθαναν, έγιναν όλες κομμάτια, σαπίσανε στα γρήγορα. Ιδίως εκείνο το τετραδιάστατο μαραφέτι που είχαν στα μυαλά τους μέσα και τα 'κανε να συμπεριφέρονται με τον τρόπο που σου 'πα. Μας κόστισε εκατομμύρια δολάρια».
-«Πως αυτό, κ. Μακ;»
-«Βλέπεις, μερικοί επιστήμονες στη Γη μυρίστηκαν τις χρονόγατες μας κι ήξεραν ότι όλες θα πέθαιναν πριν οι ίδιοι μπορέσουν να φτάσουν εκεί στην επόμενη συζυγία. Γι' αυτό πρόσφεραν σ' όλους μας, από ένα εκατομμύριο δολάρια για κάθε χρονόγατα που θα διατηρούσαμε γι' αυτούς».
-«Τα καταφέρατε;»
-«Εμείς προσπαθήσαμε, αλλά αυτές δε λέγανε να σωθούν. Όταν πέθαναν δεν αξίζανε πια φράγκο κι έπρεπε να τις θάψουμε. Δοκιμάσαμε να τις στοιβάσουμε μέσα σε πάγο, αλλά μ' αυτό τον τρόπο κρατούσαμε σε καλή κατάσταση μόνο το εξωτερικό μέρος. Το μέσα ήταν μια φρικτή ανακατωσούρα και το μέσα ήταν αυτό που ήθελαν οι επιστήμονες. Φυσικά, δε μας άρεσε να χάνουμε ένα εκατομμύριο δολάρια με κάθε χρονόγατα που πέθαινε. Κάποιος από μας σκέφτηκε πως αν βάζαμε μια χρονόγατα μέσα σε καφτό νερό όταν ήταν να πεθάνει, το νερό θα τη μούσκευε ως μέσα για τα καλά. Μετά, όταν πέθαινε, θα παγώναμε το νερό έτσι που θα γινόταν ένα στερεό κομμάτι πάγου και πια θα διατηριόταν».
Το σαγόνι μου είχε κρεμάσει.
-«Και πέτυχε;»
-«Προσπαθήσαμε, κι αν δε προσπαθήσαμε, γιε μου, αλλά δε μπορούσαμε να παγώσουμε το νερό όσο γρήγορα έπρεπε. Την ώρα που το είχαμε κάνει πάγο, το τετραδιάστατο μαραφέτι στον εγκέφαλο μιας χρονόγατας είχε σαπίσει. Παγώναμε το νερό όλο και πιο γρήγορα αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Τελικά, μας είχε απομείνει μόνο μια χρονόγατα κι ήταν έτοιμη να πεθάνει κι αυτή. Ήμασταν απελπισμένοι και τότε ένας από τους φίλους σκέφτηκε κάτι. Σκαρφίστηκε μια μπερδεμένη μηχανή που θα πάγωνε όλο το νερό στο πι και φι, σε κλάσμα δευτερολέπτου. Πήραμε τη τελευταία χρονόγατούλα και τη βάλαμε στο ζεστό νερό και τη κρεμάσαμε στη μηχανή. Η καημένη, μας έριξε μια τελευταία ματιά, έβγαλε έναν παράξενο ήχο και πέθανε. Πατήσαμε το κουμπί και παγώσαμε τα πάντα φτιάχνοντας ένα στέρεο κομμάτι μέσα σ' ένα τέταρτο του δευτερολέπτου». Εδώ ο Μακ έβγαλε έναν στεναγμό που πρέπει να ζύγιζε ένα τόνο. «Αλλά δε βγήκε τίποτα. Η χρονόγατα χάλασε μέσα σε δεκαπέντε λεπτά κι έτσι χάσαμε το τελευταίο εκατομμύριο».
Κράτησα την ανάσα μου.
-«Μα, κ. Μακ, μόλις είπατε ότι παγώσατε τη χρονόγατα σ' ένα τέταρτο του δευτερολέπτου. Δεν έμεινε καιρός για να χαλάσει».
-«Ακριβώς αυτό ήτανε, φιλαράκο μου», έκανε βαριά. «Το κάναμε πάρα πολύ γρήγορα, που να πάρει ο διάβολος. Η χρονόγατα δε διατηρήθηκε γιατί παγώσαμε το ζεστό νερό τόσο διαολεμένα γρήγορα, που ο πάγος ήταν ακόμα ζεστός!»